αγγειόπλυμα

αγγειόπλυμα
το
-ύματος
1. το ακάθαρτο νερό από το πλύσιμο των αγγείων.
2. άνθρωπος ελεεινός, κάθαρμα, λέρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”